- οψίσπορος
- ὀψίσπορος, -ον (Α)αυτός που σπάρθηκε αργά ή αυτός που πρέπει να σπέρνεται αργά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι- (βλ. λ. οψέ) + -σπορος (< σπόρος < σπείρω), πρβλ. πρωί-σπορος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀψισπόροις — ὀψίσπορος late sown masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψίσπορα — ὀψίσπορος late sown neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οψέ — (ΑΜ ὀψέ, Α αιολ. τ. ὄψι) επίρρ. χρον. 1. μετά από πολύ χρόνο, αργά 2. σε προχωρημένη ώρα τής ημέρας, προς το βράδυ αρχ. (ως πρόθ. καταχρ. με γεν.) μετά από αυτά, κατόπιν 2. «ὀψέ ποτε» (κατά τον Ησύχ.) «μόλις ποτέ». [ΕΤΥΜΟΛ. Το θ. ὀψ τού επιρρ.… … Dictionary of Greek
οψισπορώ — ὀψισπορῶ, έω (Α) [οψίσπορος] σπέρνω αργά, όψιμα … Dictionary of Greek
ԱՆԱԳԱՆԱՎԱՐ — ( ) NBH 1 0101 Chronological Sequence: Early classical, 5c ա. ὁψίσπορος qui sero seu tarde seritur Անագան սերմանեալ. ուշ ցանած. ... *Ցորեանն եւ հաճարն ոչ հարաւ, զի ոչ էր բուսեալ. քանզի անագանավար էին: Հաճար եւ ցորեան չհարան, քանզի անագանավար էին … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)